- ὁρμητικόν
- ὁρμητικόςimpetuousmasc acc sgὁρμητικόςimpetuousneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορμητικός — ή, ό (Α ὁρμητικός, ή, όν) [ορμώ] αυτός που εκδηλώνεται με ένταση, με δύναμη, σφοδρός μσν. (για έμβια όντα) αυτός που ενεργεί ή κινείται με ορμή, με βία αρχ. 1. αυτός που έχει έντονη κλίση ή επιθυμία για κάτι 2. ερεθιστικός, διεγερτικός 3. το ουδ … Dictionary of Greek